- τρισπόνδοισι
- τρίσπονδοςthrice-pouredmasc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… … Dictionary of Greek
στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 … Dictionary of Greek